πλέγμα, κρυσταλλικό

πλέγμα, κρυσταλλικό
Στην κρυσταλλογραφία με τον όρο αυτό δηλώνεται ένα σύνολο υλικών σημείων κανονικά διατεταγμένων μέσα στο χώρο. Από τέτοια υλικά σημεία, που μπορεί να είναι μόρια, άτομα ή ιόντα, διατεταγμένα κατά κανονικά διαστήματα, θεωρείται ότι αποτελείται η δομή της κρυσταλλικής ύλης. Αν το π. είναι σχηματισμένο από μόρια, οι κρύσταλλοι δεν έχουν πολύ μεγάλη σκληρότητα και παρουσιάζουν χαμηλό σημείο τήξης. Αν είναι σχηματισμένο από άτομα, οι κρύσταλλοι παρουσιάζουν μεγάλη σκληρότητα και υψηλό σημείο τήξης· στην περίπτωση, τέλος, που το π. αποτελείται από ιόντα, οι φυσικές ιδιότητες ποικίλλουν από κρύσταλλο σε κρύσταλλο, ανάλογα με τα ιόντα που αποτελούν το πλέγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει μορφή ή σύνθεση κρυστάλλου 2. χημ. αυτός που αποτελείται από άθροισμα κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα») 3. φρ. α) «κρυσταλλική δομή» η ιδιαίτερη διάταξη τών ατόμων σε έναν δεδομένο κρύσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • Σότκυ — ο, Ν φρ. α) «αταξία Σότκυ» φυσ. απουσία ενός ιόντος από την τακτική του θέση στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού, προερχόμενη από τη μετακίνησή του στην επιφάνεια τού κρυστάλλου β) «δίοδος Σότκυ» φυσ. ηλεκτρονική διάταξη αποτελούμενη από μια… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • ζεόλιθοι — Ομάδα ένυδρων πυριτικών ορυκτών του νατρίου και του ασβεστίου. Η κρυσταλλική δομή τους χαρακτηρίζεται από ένα δίκτυο που αποτελείται βασικά από τετραεδρικές ομάδες SiO4 και ΑlΟ4, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ιόντα μετάλλων (Ca,Na) και μόρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”